ατιμώ

ατιμώ
ἀτιμῶ (-άω) (Α) [άτιμος]
περιφρονώ, ατιμάζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀτιμῶ — ἀ̱τῑμῶ , ἀτιμάω dishonour imperf ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἀτῑμῶ , ἀτιμάω dishonour pres imperat mp 2nd sg ἀτῑμῶ , ἀτιμάω dishonour pres subj act 1st sg (attic epic ionic) ἀτῑμῶ , ἀτιμάω dishonour pres ind act 1st sg (attic epic doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτίμω — ἀτί̱μω , ἄτιμος unhonoured masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἀτί̱μω , ἄτιμος unhonoured masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) ἀ̱τί̱μω , ἀτιμόω dishonour imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀτί̱μω , ἀτιμόω dishonour pres imperat act 2nd sg (doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτίμῳ — ἀτί̱μῳ , ἄτιμος unhonoured masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ατίμητος — η, ο (AM ἀτίμητος, ον) [ατιμώ ( άω)] 1. αυτός που δεν τον έχει τιμήσει κανείς, ο περιφρονημένος 2. ανεκτίμητος, πολύτιμος αρχ. 1. αυτός που δεν έχει ανταμειφθεί για κάτι 2. «ἀτίμητος δίκη» δίκη της οποίας η τιμωρία είναι ορισμένη εκ των προτέρων… …   Dictionary of Greek

  • ατίμωση — η (AM ἀτίμωσις) [ατιμώ ( όω)] το να ατιμάζει κανείς κάποιον ή κάτι, η προσβολή …   Dictionary of Greek

  • ατιμώνω — (AM ἀτιμῶ, όω, Μ και ἀτιμώνω) [άτιμος] ντροπιάζω, εξευτελίζω μσν. νεοελλ. 1. περιφρονώ 2. κατηγορώ, βρίζω νεοελλ. ( ομαι) ορκίζομαι αρχ. αφαιρώ τα πολιτικά δικαιώματα …   Dictionary of Greek

  • εξατιμώνω — (AM ἐξατιμῶ, όω Μ και ἐξατιμώνω) [ατιμώ] εξατιμάζω, ντροπιάζω …   Dictionary of Greek

  • ητιμωμένως — ἠτιμωμένως (Μ) επίρρ. ατίμως, με άτιμο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ητιμωμένος, μτχ. μεσοπαθ. παρακμ. τού ρ. ατιμώ] …   Dictionary of Greek

  • προσατιμώ — όω, Α 1. ατιμάζω κάποιον επιπροσθέτως 2. στερώ κάποιον από τα πολιτικά του δικαιώματα («ὅταν ἐμὲ μὲν ἵδῃ μὴ μόνον τῶν πατρῴων ἀπεστερημένον, ἀλλὰ καὶ προσητιμωμένον», Δημοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀτιμῶ «ατιμάζω»] …   Dictionary of Greek

  • συνατιμούμαι — όομαι, Α ατιμάζομαι και εγώ μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀτιμῶ/ ώνω «ντροπιάζω, εξευτελίζω» (< ἄτιμος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”